- τετεχνημένως
- τετεχνημένως, Adv., ([etym.] τεχνάω)A artificially, EM123.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετεχνημένως — artificially indeclform (adverb) τεχνάομαι make by art perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετεχνημένως — Α επίρρ. με τέχνη, τεχνηέντως («ὠνομάσθη δὲ ἀπό τοῡ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι», Ετυμολογικόν Μέγα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετεχνημένος τού τεχνῶ «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek